- ναζιάρικος
- -η, -ο [Ναζιάρης]αυτός που γίνεται με νάζι, σκερτσόζικος.επίρρ...ναζιάρικαμε ναζιάρικο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek